αμφιοξύς

αμφιοξύς
ή αμφίοξος, ο Ζωολ.
με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί οι αντιπρόσωποι τής υποσυνομοταξίας Κεφαλοχορδωτά ή Ακράνια* (30 είδη περίπου), που ζουν στις τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες θάλασσες. Τα Κεφαλοχορδωτά μαζί με την υποσυνομοταξία τών Χιτονοζώων αποτελούν την ομάδα Προχορδωτών, τού φύλου Χορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < amphioxus, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < αμφι-* + οξύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • νεφρίδιο — το βιολ. ανατομική και λειτουργική μονάδα τού απεκκριτικού συστήματος πολλών πρωτόγονων ασπονδύλων και τού κεφαλοχορδωτού αμφίοξος ή αμφιοξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephridium (< νεφρός)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκάρδια — Κεφαλοχορδωτά ζώα με λογχοειδές, επίμηκες σώμα, μήκους 5 10 εκ., σφυκτικές αγγειώδεις διακλαδώσεις και άχρωμο αίμα. Το κεντρικό νευρικό σύστημά τους προέρχεται από μια χορδή που εκτείνεται σε ολόκληρο το σώμα τους και βρίσκεται ψηλότερα από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”